- ημίτροπος
- -η, -ο και ημιτροπικός, -ή, -ό(ορυκτ.) κρύσταλλος που εμφανίζει ημιτροπία*.επίρρ...ημιτρόπως και ημιτροπικώςμε ημιτροπία, με ημιτροπικό τρόπο, με ημιτροπική διάταξη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hemitrope < hemi- (πρβλ. ημι-) + -trope (πρβλ. τρόπος)].
Dictionary of Greek. 2013.